ὅρμος

ὅρμος
ὅρμος, , (1) Schnur, Kette, unter Schmucksachen genannt, welche Hephästus gemacht hat; στεφάνων ὅρμος, eine Schnur von Kränzen. Auch ein Ringeltanz, der von Knaben und Mädchen, die in bunter Reihe neben einander stehen, getanzt wird; οἱ τῶν ὑποδημάτων ἱμάντες, Schuhriemen, Schnüre. (2) (vgl. ὁρμέω) ein Ankerplatz, eine Reede, wo ein Schiff sicher vor Anker gehen kann; τὸν ὅρμον ποιεῖσϑαι, vor Anker gehen; übertr., Zufluchtsort, Ruheplatz; καὶ τὸν ἀπ' ἀγκύρης ὅρμον ἔκειρε νεῶν, ist es der Halt der Schiffe, den die Anker geben, oder die Ankertaue

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὅρμος — cord masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… …   Dictionary of Greek

  • ορμός — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Αλμύρου — Sp Almỹro įlanka Ap Όρμος Αλμύρου/Ormos Almyrou L Egėjo j. prie Kretos, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • όρμος — ο μέρος της θάλασσας κατάλληλο για αγκυροβόλημα των πλοίων, αλλ. καραβοστάσι, το, αγκυροβόλι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Όρμος Αγίου Ιωάννη — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στη πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Αθηνιός — Οικισμός (υψόμ. 8 μ.) της Θήρας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Αιγιάλης — Οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Αμοργού του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Λεμονιάς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Μαραθόκαμπου — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Σάμου του νομού Σάμου …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Παναγίας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Χαλκιδικής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”